Καναδικό Εργατικό Κογκρέσο (CLC) | Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία
Εργατικών Σωματείων1 (ETUC)
Κοινή Δήλωση2
CETA3: Που βρισκόμαστε και τι πρέπει να αλλάξει
Βρυξέλλες, 13
Απριλίου
Όταν ο Καναδάς και
η Ευρώπη άρχισαν να διαπραγματεύονται μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου κάποια
χρόνια πριν, υπήρχαν υψηλές προσδοκίες ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ένα "χρυσό
κανόνα" στον τομέα αυτό: μια συμφωνία, δηλαδή, που θα βοηθούσε το εμπόριο,
διατηρώντας παράλληλα τα κοινωνικά, εργασιακά και περιβαλλοντικά κεκτημένα και
πρότυπα.
Κάτι τέτοιο θα ήταν
δυνατό αφού επρόκειτο για μια διαπραγμάτευση μεταξύ δύο ανεπτυγμένων περιοχών
με υψηλά κοινωνικά, εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα. Επίσης, δεδομένων των
αναδυόμενων προκλήσεων στον τομέα της κοινωνικής συνοχής και της αειφόρου
ανάπτυξης, ήταν η σωστή στιγμή για μια υποδειγματική βελτιωτική αλλαγή.
Στην αρχή, το
Καναδικό Εργατικό Κογκρέσο (CLC) και τα Ευρωπαϊκά Σωματεία Εμπορίου εξέφρασαν την ελπίδα για διαφάνεια
στις διαπραγματεύσεις και για πλήρη συμμετοχή των εργαζομένων και της κοινωνίας
των πολιτών. Ωστόσο, στην Ευρώπη και στον Καναδά, υπήρξε πολύ μικρή συμμετοχή
τους στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Έπειτα από χρόνια μυστικότητας, το τελικό
κείμενο δημοσιεύτηκε -κατόπιν εορτής καθώς δεν ήταν πλέον ανοιχτό σε διάλογο
και τροποποιήσεις. Τώρα λοιπόν ελπίζουμε πως μπορούμε να παρέχουμε εικόνα της CETA προτού ψηφιστεί.
Από τη στιγμή που η
συμφωνία μπήκε στο τραπέζι, στον Καναδά συζητήθηκε ελάχιστα ενώ οι Ευρωπαίοι
είχαν μεγαλύτερες ευκαιρίες να μοιραστούν τις απόψεις τους. Εξαιτίας του έντονου προβληματισμού που
εξέφρασαν τα εργατικά σωματεία και πολλές ομάδες της κοινωνίας των πολιτών για
την ISDS (Επίλυση
Διαφορών μεταξύ Επενδυτή και Κράτους),
οι διατάξεις επενδυτή-κράτους άλλαξαν στη CETA, γεγονός το οποίο έκανε μερικούς να σκεφτούν ότι
το προσχέδιο είναι πλέον έτοιμο προς ψήφιση.
Τα εργατικά
σωματεία από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού διαφωνούν με τη διαμορφωμένη
συμφωνία.Το Καναδικό Εργατικό Κογκρέσο (CLC) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εργατικών Σωματείων
(ETUC) θέλουν
να εκμεταλλευτούν πλήρως τον εναπομείναντα χρόνο ώστε να γίνει περισσότερη
επεξεργασία της CETA.
Σε ότι αφορά τη
μείωση των δασμών στα περισσότερα βιομηχανικά αγαθά, έχουμε – σε γενικές
γραμμές λίγα για τα οποία διαφωνούμε.
Η κυρίαρχη διαφωνία
μας είναι, όταν, στο όνομα της πρόσβασης στις αγορές και της αποφυγής των
διακρίσεων, η CETA, όπως όλες οι τρέχουσες εμπορικές συμφωνίες, περιορίζει τη δημόσια
πολιτική και προσθέτει περιορισμούς στην
κυβερνητική προσπάθεια να παρέχει υπηρεσίες ή να νομοθετεί προς όφελος των
πολιτών και του δημόσιου συμφέροντος. Δυστυχώς, σε αυτό το κομμάτι, η CETA είναι απογοητευτική.
Θα θέλαμε να
προτείνουμε μια σειρά σημαντικών αλλαγών.
Αλλαγές που επηρεάζουν
όλα τα συμβαλλόμενα μέρη με συμμετρικό τρόπο, άρα δεν αναστατώνουν ιδιαίτερα την
ισορροπία των ευνοημένων έως τώρα δίνοντας όμως σ’ όλα τα συμβαλλόμενα μέρη περισσότερη
ελευθερία στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής και νομοθετικών ρυθμίσεων.
Πρώτο, ενώ λαμβάνουμε υπόψη μας τις
βελτιώσεις που έχουν γίνει στις διατάξεις επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους,
τις βρίσκουμε ανεπαρκείς. Η δημιουργία επενδυτικού δικαστηρίου δεν θα
επανορθώσει για τα πρωταρχικά ψεγάδια της επενδυτικής διαιτησίας, δεν είναι
θέμα διαδικασίας αλλά ουσίας. Κατά την άποψή μας, οι κανόνες της διαιτησίας
στην περίπτωση διαφορών επενδυτών και κράτους παρά τις τύποις τροποποιήσεις, παραμένουν
ακέραιοι, ειδικά στη διαφορετική μεταχείριση διεθνών και εγχώριων επενδυτών. Οι
αλλαγές εξακολουθούν να εγείρουν το ερώτημα γιατί ένα Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων
(ICS) ή ένα
σύστημα Επίλυσης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κράτους (ISDS) χρειάζονται μεταξύ
κρατών με πλήρως αναπτυγμένα και αποτελεσματικά συστήματα δικαίου. Ένα
διαιτητικό σύστημα επίλυσης επενδυτή-κράτους που δεν υπόκειται στα εθνικά δικαστικά συστήματα παρέχει κατά
συνέπεια μια διαδικασία ευνοϊκής
μεταχείρισης των διεθνείς επενδυτές.