By Felix Heilmann
Ξανά και ξανά οι ομάδες συμφερόντων των
πολυεθνικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλοι ένθερμοι υποστηρικτές του
ελεύθερου εμπορίου καταγγέλλουν το κίνημα πολιτών που αγωνίζεται ενάντια στις
εμπορικές συμφωνίες TTIP και CETA ως κινδυνολόγους, των οποίων όμως οι ισχυρισμοί βασίζονται
σε γεγονότα. Ωστόσο κάθε φορά που έχουν διαρρεύσει κάποιες πληροφορίες των
μυστικών διαπραγματεύσεων, οι ανησυχίες των πολιτών έχουν επιβεβαιωθεί. Οπότε
γιατί να μην αντιστρέψουμε τους όρους και γιατί να μη ρίξουμε μια ματιά στα επιχειρήματα αυτών που αποδοκιμάζουν
νόμιμες ανησυχίες ως κινδυνολογίες; Αυτό ακριβώς έχουμε κάνει και τα
αποτελέσματα δείχνουν πως εάν υπάρχει κάποιος σε αυτή τη δημόσια
συζήτηση/διεκδίκηση που προσπαθεί να συγκαλύψει τη στάση του τότε σίγουρα αυτοί
δεν είναι όσοι αντιτίθενται στις TTIP και CETA!
Λένε
οι ένθερμοι υποστηρικτές των συμφωνιών:''Η TTIP είναι η πιο διαφανής
εμπορική συμφωνία που έχει ποτέ τεθεί υπό διαβούλευση. Όλα τα συναφή στοιχεία
έχουν δημοσιευτεί στο ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής''.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
δημοσιεύει κάποια στοιχεία. Όμως αυτά παρέχουν λίγες ή και καθόλου πληροφορίες
όσον αφορά το τι πραγματικά θα συμπεριληφθεί στην TTIP. Τα στοιχεία που
δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελούν απλά τις προτάσεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τη διαπραγμάτευση, τα οποία δημοσιεύονται αφού
έχει ολοκληρωθεί κάποιος κύκλος της διαπραγμάτευσης. Επομένως τα στοιχεία αυτά
δεν παρέχουν καμία πληροφορία σχετικά με το τι πράγματι συμπεριλαμβάνεται στην TTIP,
εφόσον δεν αντιπροσωπεύουν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής. Επιπλέον δεν προσφέρουν στην κοινωνία των πολιτών την
ευκαιρία να εκφέρει δημιουργική κριτική για τις προτάσεις, αφού δημοσιεύονται
όταν ο εκάστοτε κύκλος της διαπραγμάτευσης έχει ήδη κλείσει. Η πρώτη πραγματική
γνώση του τι διακυβεύεται δόθηκε όταν η Greenpeace διέρρευσε περίπου τα μισά
προσχέδια της TTIP τον Απρίλιο του 2016 και η διαρροή αυτή επιβεβαίωσε την
ανησυχία της κοινωνίας των πολιτών.
Λένε
οι ένθερμοι υποστηρικτές των συμφωνιών:'' Οι TTIP και CETA θα τονώσουν τη
μεγέθυνση/ανάπτυξη της οικονομίας και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας''
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατείνεται ότι η
συμφωνία TTIP θα οδηγήσει στη δημιουργία 400.000 νέων θέσεων εργασίας και ότι
θα αποτελέσει οικονομική ώθηση για την Ευρωπαϊκή οικονομία της τάξεως των 119
δις ευρώ. Ωστόσο αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι τόσο πολλά υποσχόμενοι όσο
φαίνονται, δεδομένου ότι η οικονομική ώθηση μεταφράζεται σε 0,5% επιπρόσθετη
οικονομική μεγέθυνση σε περίοδο δέκα ετών και 0.05% ανά έτος, μία ασαφής εικόνα
δεδομένης της ανακρίβειας μελλοντικού προγραμματισμού, ώστε το θετικό
αποτέλεσμα της TTIP στην ανάπτυξη καθίσταται αμελητέο, ακόμη και όταν
βασιζόμαστε στην ιδιαιτέρως αισιόδοξη εικόνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αλλά ακόμη
και αυτοί οι ελάχιστοι αριθμοί φαίνεται να έχουν μεγαλοποιηθεί.
Έρευνες ανεξάρτητων φορέων
έχουν δείξει ότι η TTIP στην πραγματικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του
Α.Ε.Π. και στην απώλεια 600.000 θέσεων εργασίας. Στο παρελθόν παραδείγματα συμφωνιών
όπως η NAFTA, αντίστοιχη
της TTIP μεταξύ του Μεξικό και του Καναδά έχουν ήδη δείξει πως οι
εμπορικές συμφωνίες καταστρέφουν αντί να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Λένε οι ένθερμοι υποστηρικτές
των συμφωνιών: Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι αυτές που θα
επωφεληθούν περισσότερο από τις TTIP και CETA.''
Από την αρχή των διαπραγματεύσεων, υποστηρικτές
των TTIP και CETA διατυμπανίζουν
τις υποτιθέμενες ωφέλειες αυτών των συμφωνιών για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις,
ειδικά για το TTIP. Όμως μόνο το 0,7% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων εξάγουν
τα προϊόντα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός
των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα επωφεληθούν από τη δυνητική ανάπτυξη
του διατλαντικού εμπορίου είναι αμελητέος. Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις
της συμφωνίας είναι καταδικασμένες να είναι εντελώς αντίθετες σε σχέση με τους ισχυρισμούς
των υποστηρικτών της, εφόσον η εκτροπή του εσωτερικού Ευρωπαϊκού εμπορίου - στο
οποίο οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι οι πλέον ισχυρές- στην άλλη άκρη
του Ατλαντικού θα είναι ένα σοβαρό πλήγμα για τις μικρές και μεσαίες
επιχειρήσεις. Οι μεγάλες πολυεθνικές είναι οι μόνες που θα επωφεληθούν από τις TTIP
και CETA.
Λένε οι ένθερμοι υποστηρικτές
των συμφωνιών: ''Το σύστημα επίλυσης διαφωνιών
επενδυτή-κράτους (ISDS) ήταν πάντα μέρος των διμερών
επενδυτικών συμφωνιών και η ένταξη μιας ακόμη συμφωνίας (την TTIP ) σε αυτό
δεν θα αποτελούσε εξαίρεση.''
|
Η αρχική ιδέα πίσω από το σύστημα επίλυσης
διαφωνιών επενδυτή-κράτους (ISDS)
ήταν να διασφαλίσει τους ξένους επενδυτές που δραστηριοποιούνται σε χώρες με χαλαρό
νομοθετικό πλαίσιο ότι οι επενδύσεις τους δε θα απειληθούν από αυθαίρετες κρατικές
ενέργειες, όπως π.χ. απαλλοτριώσεις. Πρόσφατα πολλαπλασιάστηκαν από 3 περιστατικά
το 1995 σε 70 περιστατικά μόνο για το έτος 2015. Ακόμη και η γεωγραφική τους στόχευση άλλαξε, με
τη Δυτική Ευρώπη να γίνεται η περιοχή που έχει δεχτεί τις περισσότερες μηνύσεις
για το έτος 2015. Αυτό καταδεικνύει ότι ενώ οι αυθαίρετες κρατικές ενέργειες ήταν
κάποτε ο στόχος τέτοιων αγωγών, στις μέρες μας τέτοια ζητήματα όπως είναι νομοθετικές
ρυθμίσεις που λαμβάνονται για το δημόσιο συμφέρον βρίσκονται στην πρώτη γραμμή
των μηνύσεων από τις πολυεθνικές. Ο αριθμός των εταιρειών που πιθανώς θα μπορούσαν
να προσφύγουν στη δικαιοσύνη εξαιτίας της συμφωνίας TTIP, θα αυξανόταν σε πάνω από 47.000, αποδεικνύοντας
ότι αυτές οι συμφωνίες TTIP
και CETA μπορούν να αυξήσουν δραματικά την απειλή που προκαλείται από
το σύστημα επίλυσης διαφωνιών επενδυτή-κράτους (ISDS).
Λένε οι ένθερμοι υποστηρικτές
των συμφωνιών:'' Εάν δεν θέσουμε εμείς τις προδιαγραφές παγκοσμίως, θα το
κάνουν κάποιοι άλλοι και αυτοί θα θέσουν πολύ πιο χαμηλές προδιαγραφές.''
Αυτό το επιχείρημα βασίζεται στην υπόθεση
ότι ‘‘εμείς’’, αναφερόμενοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής/Καναδά, είμαστε ικανοί να θέσουμε παγκόσμιες προδιαγραφές μόνο μέσω συμφωνιών
όπως είναι οι TTIP και CETA, και ότι ‘‘εμείς’’ έχουμε την υποχρέωση να θέσουμε
αυτές τις προδιαγραφές λόγω ότι διαφορετικά κάποιοι θα θέσουν άλλες πολύ πιο
χαμηλές προδιαγραφές. Ακόμη και εάν κάποιος επιλέξει να δεχτεί αυτή την υπόθεση,
έχει σημασία να σημειωθεί ότι ήδη οι διατλαντικές σχέσεις είναι σε πολιτικό και
σε οικονομικό επίπεδο άριστες, ακόμη και χωρίς αυτές τις συμφωνίες. Και τελικά
είναι και μία ακόμη οπτική που πρέπει να ληφθεί υπόψη: Εάν είμαστε ‘‘εμείς’’ που
θα θέσουμε τις προδιαγραφές, θα πρέπει να θέσουμε προδιαγραφές που θα ωφελούν
τους πολίτες και να μην επιτρέψουμε στις μεγάλες εταιρείες να περάσει το δικό
τους.
Λένε οι ένθερμοι υποστηρικτές
των συμφωνιών: ''Η κατάργηση των δασμών θα είναι επωφελής για τις Ευρωπαϊκές
εταιρείες.''
Οι TTIP και CETA, θεωρούνται ως εμπορικές
συμφωνίες‘‘ νέας γενιάς’’ οι οποίες έχουν σαν στόχο περισσότερο τη χαλάρωση των
νομοθετικών ρυθμίσεων παρά την κατάργηση των δασμών. Αυτό καθίσταται εμφανές δεδομένου
ότι η μέση τιμή των δασμών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών
της Αμερικής είναι κάτω του 3%, ένα ποσοστό τόσο χαμηλό που η επίπτωση του στο
εμπόριο να είναι αμελητέα. Οι μόνοι τομείς στους οποίους οι δασμοί είναι υψηλοί,
όπως ο αγροτικός τομέας, είναι αυτοί για τους οποίους είναι απολύτως λογικό το
να μην γίνεται εμπόριο προϊόντων διατλαντικά. Μία επιπλέον χαλάρωση/κατάργηση των
δασμών θα ωφελούσε μόνο τις πολυεθνικές εταιρείες εις βάρος των μικρών και
μεσαίων επιχειρήσεων και των πολιτών.
Λένε οι ένθερμοι υποστηρικτές
των συμφωνιών: ''Οι συμφωνίες TTIP και CETA δε θα οδηγήσουν σε ελαχιστοποίηση των προδιαγραφών.''
Οι διαπραγματευτές ισχυρίζονται επανειλημμένως
ότι οι TTIP και CETA ‘‘δε θα μειώσουν την νομοθετική
προστασία’’ ενώ την ίδια στιγμή παραδέχονται ότι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν
τους ‘‘νομοθετικούς περιορισμούς’’. Οι διαφορές ανάμεσα στα ρυθμιστικά συστήματα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής θα μπορούσαν, λόγω
του TTIP να πυροδοτήσουν ‘‘μία εξίσωση προς τα κάτω’’, εννοώντας ότι
τα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο μερών να γίνουν το νέο στάνταρτ. Ακόμη και αν
τα εμπλεκόμενα μέλη δεν αλλάξουν τις δικές τους προδιαγραφές, η σχεδιαζόμενη ‘‘αμοιβαία
αναγνώριση’’ των προδιαγραφών θα τις ελαχιστοποιούσε έμμεσα, εφόσον θα απαιτούσε
από την Ευρωπαϊκή Ένωση να δεχτεί προϊόντα εγκεκριμένα από τον Καναδά και τις
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (και αντιστρόφως), παρόλο που οι διαφορές
μεταξύ των ρυθμιστικών συστημάτων είναι θεμελιώδεις. Η αρχή της προφύλαξης είναι ένα παράδειγμα με την Ευρωπαϊκή Ένωση να εφαρμόζει
ένα ‘‘σύστημα πρόληψης’’, εννοώντας ότι μία επιχείρηση οφείλει να αποδείξει ότι
τα προϊόντα της είναι ασφαλή/μη βλαβερά πριν να μπορέσει να τα πουλήσει, ενώ
στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το κράτος πρέπει να αποδείξει ότι κάποιο
προϊόν είναι βλαβερό πριν το απαγορεύσει. Το τι σημαίνει αυτό για παράδειγμα είναι
ότι ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει απαγορεύσει
1.300 επιβλαβή χημικά σε καλλυντικά προϊόντα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής έχουν απαγορεύσει μόνο 11.
Μετάφραση: Ινώ Σιώζιου
ΠΗΓΗ:
https://stop-ttip.org/blog/mythbusting-ceta-and-ttip/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου