Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Γιώργος Εμμανουήλ: Oι επιπτώσεις των διεθνών εμπορικών συμφωνιών της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Αγροτική Οικονομία



 

Oι επιπτώσεις των διεθνών εμπορικών συμφωνιών της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Αγροτική Οικονομία
 


Γιώργος  Εμμανουήλ
Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Πανελλαδικής Πρωτοβουλίας Φορέων και Πολιτών κατά TTIP, CETA, TISA.

 Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2016 αναλύονται  σωρευτικά οι οικονομικές επιπτώσεις στον Αγροτικό τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των συνεχιζόμενων και επερχόμενων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στην ΕΕ και στις 12 συνεργαζόμενες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, χώρες της Λατινικής Αμερικής, Αυστραλίας, Ν. Ζηλανδίας, Ιαπωνίας, Βιετνάμ, Ταϊλάνδης, Τουρκίας, Μεξικού, Φιλιππίνες και Ινδονησία). 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξάγει σχεδόν τόσα προϊόντα όσο και η Κίνα και περισσότερα από τις ΗΠΑ και οποιαδήποτε άλλη χώρα. Στον αγροδιατροφικό τομέα ειδικά η ΕΕ είναι ο πρωταγωνιστής στις διεθνείς αγορές. Για πολλές δεκαετίες η ΕΕ ήταν ο κύριος εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, κυρίως με μεγάλες εισαγωγές πρώτων υλών  για την παραγωγή κρεάτων και τροφίμων στην ΕΕ. Από το 2013 η ΕΕ έγινε ο μεγαλύτερος παγκόσμια εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων σε βάρος των ΗΠΑ. Το 2010 η ΕΕ μετατράπηκε σε καθαρό εξαγωγέα και από τότε έχει εμπορικό πλεόνασμα στα τρόφιμα. Το 2015 η αξία εξαγωγών τροφίμων της ΕΕ ανέρχονταν σε 119 δίς ευρώ,  παρά την σημαντική εξαγωγική απώλεια σε μια από τις πιο σημαντικές αγορές, λόγω των απαγορεύσεων εισαγωγών από τις ρωσικές αρχές σε μια σειρά προϊόντων της ΕΕ όπως κρέας, γαλακτοκομικά, φρούτα και λαχανικά. Την ίδια περίοδο οι εισαγωγές της τροφίμων το 2015 ανέρχονταν σε 113 δις ευρώ. Το εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ κατέχει 7% της συνολικής αξίας του εμπορίου της ΕΕ και συμβάλλει στο 25% του συνολικού εμπορικού πλεονάσματος της ΕΕ.  

Τα κρασιά κατατάσσονται πρώτα στο καλάθι των εξαγώγιμων προϊόντων της ΕΕ. Το επόμενο περισσότερο εξαγώγιμο προϊόν είναι το σιτάρι και ακολουθούν τα τυροκομικά προϊόντα. Η κατάταξη των περισσότερο εξαγώγιμων τροφίμων της ΕΕ είναι οι παιδικές τροφές, σοκολάτες και προϊόντα ζαχαρωτών και άλλα διατροφικά σκευάσματα. Οι εισαγωγές τροφίμων στην ΕΕ αφορούν έναν περιορισμένο αριθμό προϊόντων, όπως αγροτικές πρώτες ύλες για περαιτέρω επεξεργασία, πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, φυτικά έλαια, ακατέργαστος καφές και προϊόντα για άμεση  κατανάλωση όπως ξηροί καρποί και φρούτα, είτε τροπικής προέλευσης, είτε εποχικής προέλευσης άλλων χωρών. Οι ΗΠΑ και η Κίνα,  είναι οι πιο εξαγωγικές αγορές για τα προϊόντα αγροδιατροφής της ΕΕ, ενώ οι ΗΠΑ και η Βραζιλία είναι οι κύριες χώρες προέλευσης των εισαγωγών της ΕΕ. Οι διεθνείς αγορές και ιδιαίτερα της Ασίας και της Αφρικής, σε αντίθεση με την στασιμότητα των ανεπτυγμένων χωρών, προβλέπεται να εμφανίσουν μεγαλύτερη ζήτηση αγροτικών προϊόντων από την παραγωγή και γιαυτό  γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικές για τον εξωστρεφή προσανατολισμό της γεωργίας της ΕΕ.

Μετά την κατάρρευση των πολυμερών συνομιλιών του γύρου της Ντόχα του ΠΟΕ το 2011 η ΕΕ ακολούθησε την πολιτική σύναψης διμερών προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών με άλλες χώρες.

Σχετικά με τον Αγροτικό τομέα, οι διάφορες συμφωνίες μόλις εφαρμοστούν φιλοδοξούν να ανοίξουν νέες ευκαιρίες για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, αλλά επίσης θα επιτρέψουν και περισσότερες εισαγωγές. Ενώ αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πλεονέκτημα για τους καταναλωτές και για τους παραγωγούς που θα κάνουν χρήση πρώτων υλών, οι υψηλότερες εισαγωγές θα οδηγήσουν σε αυξανόμενο ανταγωνισμό στις τοπικές αγορές αγροδιατροφικών προϊόντων. 

Σύμφωνα με την μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς το σύνολο των εμπορικών συμφωνιών με τις 12 χώρες η ανάλυση και αξιολόγηση επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πρόσβαση στην αγορά μέσω της μείωσης των δασμών. Ενώ τα μη δασμολογικά μέτρα και ειδικά τα φυτοϋγειονομικά και οι γεωγραφικές ενδείξεις δεν λαμβάνονται υπόψη σε αυτήν την μελέτη αξιολόγησης των οικονομικών επιπτώσεων  των εμπορικών συμφωνιών.

Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης συνολικών επιπτώσεων των διεθνών εμπορικών συμφωνιών έως το 2025,  δείχνουν ως προς την προβλεπόμενη καθαρή θέση  του εμπορικού ισοζυγίου τροφίμων της ΕΕ  (Εξαγωγές ως προς Εισαγωγές) :
Α) Αυξηση των εισαγωγών, το μέγεθος των οποίων θα εξαρτηθεί και από τις συμφωνίες ως προς τα υγειονομικά μέτρα και τις ποιοτικές προδιαγραφές αυτών:


  • Γαλακτοκομικών προϊόντων κυρίως από ΗΠΑ και Ν. Ζηλανδία,
  • Κρεάτων βοδινού και πρόβειου κυρίως από ΗΠΑ, Λατινική Αμερική, Αυστραλία,
  • Πουλερικών από τις χώρες της Αμερικανικής  Ηπείρου και την Ταϊλάνδη,
  • Σόγιας από ΗΠΑ,
  • Ρυζιού από ΗΠΑ, Ταϊλάνδη,
  • Ζάχαρης από Λατινική Αμερική,
  • Φρούτα και Λαχανικά από Λατινική Αμερική,

Β) Ισοζύγιο στα κρασιά, που η καθαρή θέση θα εξαρτηθεί από τις συμφωνίες ως προς τις Γεωγραφικές ενδείξεις/ ΠΟΠ  με τα ανταγωνιστικά προϊόντα ΗΠΑ και Λατινικής Αμερικής.

Γ) Αύξηση των εξαγωγών, το μέγεθος των οποίων θα εξαρτηθεί από τις συμφωνίες για τα υγειονομικά μέτρα και τις ΠΟΠ Γεωγραφικές ενδείξεις.

  • Σκληρού και Μαλακού σίτου προς Τουρκία,
  • Τυριών προς  τις χώρες της Αμερικανικής Ηπείρου και Ιαπωνία,
  • Χοιρινού κρέατος προς  τις χώρες της Αμερικανικής Ηπείρου, Ιαπωνία, Αυστραλία.

Τα παραπάνω καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση του κινήματoς στις διαπραγματεύσεις, κυρίως  της CETA (για καταψήφισή της στο Ευρωκοινοβούλιο στις 15/2/2017)  και της ΤΤΙΡ, για διασφάλιση από την ΕΕ και την Κυβέρνηση των ευαίσθητων στρατηγικών μας προϊόντων, καθώς και των μη δασμολογικών μέτρων, δηλ. της υπεράσπισης των ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων και των υγειονομικών μέτρων που θα αποτρέπουν εισαγωγές μεταλλαγμένων και προϊόντων που κάνουν  ρήση ορμονών, αντιβιοτικών και χλωρίωσης στα εισαγόμενα κρέατα. Να αντισταθούμε στις πολιτικές κερδοσκοπίας των καρτέλ των Πολυεθνικών εταιρειών και να προάγουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς (συνεταιριστικές ομάδες παραγωγών, διεπαγγελματικές οργανώσεις και τοπικές αγορές) καθώς και τις πολιτικές αποκέντρωσης, τοπικοποίησης και βιώσιμης ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών. Να υπερασπιστούμε την κοινοτική αρχή της προφύλαξης και την αγροδιατροφική ασφάλεια των  καταναλωτών με τον δημόσιο χαρακτήρα των ελεγκτικών μηχανισμών ποιότητας και την δημόσια επιδιαιτησία στην επίλυση εμπορικών διαφορών.


Γιώργος  Εμμανουήλ
Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Πανελλαδικής Πρωτοβουλίας Φορέων και Πολιτών κατά TTIP, CETA, TISA.

2/2/2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου