Του Peter Wahl
Το κοινοβούλιο της Βαλονίας (Βέλγιο), με την –προσωρινή– άρνησή του να αποδεχτεί τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Καναδά-Ευρωπαϊκής Ένωσης (CETA), συγκέντρωσε τα πυρά των Ευρωπαίων ηγετών και των αρθρογράφων. Όμως, η συμφωνία τροφοδοτεί έντονες λαϊκές αντιδράσεις. Ιδιαίτερα, στη Γερμανία, όπου η κοινωνία είναι διχασμένη.
Ποιός να το πίστευε; Στη Γερμανία, τρίτη εξαγωγική χώρα στον κόσμο, έχει αναπτυχθεί ένα από τα ισχυρότερα κινήματα κατά των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Βόρειας Αμερικής και της Γηραιάς Ηπείρου: της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου Ηνωμένων Πολιτειών-Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΤΤΙΡ), η οποία βρίσκεται σε φάση διαπραγμάτευσης, και της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Καναδά-Ευρωπαϊκής Ένωσης (CETA), η οποία έχει μπει σε φάση επικύρωσης (1). Στις 17 Σεπτεμβρίου 2016, στις συγκεντρώσεις σε επτά γερμανικές πόλεις συμμετείχαν 320.000 διαδηλωτές, σύμφωνα με τους διοργανωτές, 190.000 σύμφωνα με την αστυνομία. Στις 10 Οκτωβρίου 2015, 250.000 διαδηλωτές από ολόκληρη τη χώρα είχαν συγκεντρωθεί στο Βερολίνο.
Παραμερίζοντας τις διαφωνίες για τον αριθμό των διαδηλωτών, η κινητοποίηση κατά της ευρωπαϊκής εμπορικής πολιτικής αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα διαμαρτυρίας μετά την επανένωση της Γερμανίας. Αρκετές έρευνες δείχνουν ότι το γεγονός αποτυπώνει –ή υποδηλώνει– μια σοβαρή μετατόπιση της κοινής γνώμης απέναντι στις συμφωνίες αυτές. Ενώ τον Φεβρουάριο του 2014 το 55% υποστήριζε την ΤΤΙΡ (έναντι ποσοστού 25% που διαφωνούσε), έναν χρόνο αργότερα τα ποσοστά είχαν εξισορροπηθεί και, στη συνέχεια, η τάση αντιστράφηκε: τον Ιούνιο του 2016, το 75% των ερωτηθέντων απέρριπτε την ΤΤΙΡ. Αλλά και η CETA, που βρέθηκε αργότερα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, συγκεντρώνει περισσότερες αρνητικές και λιγότερες θετικές γνώμες (2).
Γύρω από το ζήτημα, έχει διαμορφωθεί ένα ευρύ όσο και ετερόκλητο κοινωνικό μέτωπο. Κάποιος μπορεί να συναντήσει δίπλα-δίπλα οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, όπως η Greenpeace και η Foodwatch, οπαδούς της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, όπως η Ένωση για τη Φορολόγηση των Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών και για τη Δράση των Πολιτών (ATTAC), αλλά και τη Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (DGB), διάφορες ενώσεις, ακόμη και το Συμβούλιο Πολιτισμού –μια συνομοσπονδία μέσω της οποίας θέατρα, λυρικές σκηνές, μουσεία και συμφωνικές ορχήστρες προστατεύουν τα συμφέροντά τους. Η Συνέλευση Γερμανικών Κοινοτήτων (DST), στην οποία συμμετέχουν 3.400 δήμοι και κοινότητες, απαιτούσε, ήδη το 2014, «οι βασικές υπηρεσίες των δήμων και κοινοτήτων, ιδιαίτερα σε τομείς που δεν έχουν ακόμη ιδιωτικοποιηθεί, όπως η ύδρευση και ο καθαρισμός του νερού, η διαχείριση των αποβλήτων και οι τοπικές συγκοινωνίες, οι κοινωνικές υπηρεσίες, όπως και όλες οι δημόσιες υπηρεσίες στον τομέα του πολιτισμού» να εξαιρεθούν ρητά από τις διαπραγματεύσεις.
Σε απόφαση της Συνόδου της, η Ευαγγελική Εκκλησία, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου τους μισούς χριστιανούς της Γερμανίας, απαιτεί με τη σειρά της διαφάνεια στις διαπραγματεύσεις. Αντιτίθεται στη χαλάρωση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προδιαγραφών, καθώς και στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών. Η Καθολική Εκκλησία δείχνει γενικά πιο επιφυλακτική, αλλά θεωρεί ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των αναπτυσσόμενων χωρών και απορρίπτει τα ιδιωτικά δικαστήρια επίλυσης εμπορικών διαφορών.
Η απόρριψη των συμφωνιών αποκρυσταλλώνεται γύρω από αυτούς τους ειδικούς δικαστικούς θεσμούς, οι οποίοι δίνουν τη δυνατότητα στους επενδυτές να σύρουν στα δικαστήρια κράτη και τοπικές αρχές. Η Ένωση Γερμανών Δικαστών (DRB) πήρε θέση ενάντια στη δημιουργία τους. Οι δικαστές δεν διαμαρτύρονται μόνο για τα δικαστήρια που αρχικά προέβλεπε η ΤΤΙΡ και η CETA, αλλά, στην περίπτωση της CETA, και για τη νέα εκδοχή που συνομολογήθηκε όπως-όπως προκειμένου να παρακαμφθούν οι επικρίσεις: πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια επίλυσης εμπορικών διαφορών που θα αποτελούνται από επαγγελματίες δικαστές. «Η δημιουργία ειδικών δικαστηρίων για συγκεκριμένες κατηγορίες διαδίκων θα ήταν λανθασμένη επιλογή», αναφέρουν οι δικαστές σε ανακοίνωσή τους τον Φεβρουάριο του 2016.
«Μια νέα νοοτροπία απομονωτισμού»
Στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, το τοπίο είναι πιο αντιφατικό. Από τα κόμματα που εκπροσωπούνται στην ομοσπονδιακή βουλή, οι δύο σχηματισμοί της αντιπολίτευσης, το αριστερό Die Linke και οι Πράσινοι έχουν εξαρχής αντιταχθεί στις συμφωνίες. Αρκετά μέλη τους συμμετέχουν σε εξωκοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, δράσεις και τοπικές επιτροπές. Η πολύ ευνοϊκή απήχηση του κινήματος υποχρέωσε τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ τους και τη δημόσια τηλεόραση, να τηρήσουν μια σχετική ισορροπία στον χρόνο παρουσίασης –πλουραλισμός που σπάνια παρατηρείται στις συζητήσεις κοινωνικών θεμάτων. Με την έννοια αυτή, το κίνημα αποτελεί παράδειγμα του τι μπορεί να επιτύχει η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση και οι μεγάλες κινητοποιήσεις όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης καλύπτουν ένα ζήτημα.
Στο απέναντι στρατόπεδο, συναντάμε τους εκπροσώπους των συμφερόντων των επιχειρήσεων, τη μεγάλη πλειοψηφία των ακαδημαϊκών οικονομολόγων (ως επί το πλείστον νεοφιλελεύθερων, στη Γερμανία περισσότερο από όσο αλλού), την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) και τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU). Η Συνομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) θεωρεί ότι η ΤΤΙΡ προσφέρει προοπτικές ανάπτυξης και διακηρύσσει στην ιστοσελίδα της ότι η συμφωνία «θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, θα επιτρέψει μισθολογικές αυξήσεις και θα προσφέρει περισσότερες δυνατότητες σταδιοδρομίας». Πλέον όμως, η μαζική απόρριψη των δύο συμφωνιών έχει προκαλέσει μεγάλη αμηχανία στους εργοδότες. «Δεν καταφέρνω να εξηγήσω γιατί, τον τελευταίο καιρό, μια νέα νοοτροπία απομονωτισμού εξαπλώνεται στη χώρα», δηλώνει με λύπη ο Ίνγκο Κράμερ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Συνομοσπονδίας Εργοδοτικών Ενώσεων (BDA). Ο συνάδελφός του Ούλριχ Γκρίλο, πρόεδρος της BDI, βλέπει στις εξελίξεις τη σφραγίδα του αντιαμερικανισμού και κρίνει ότι η συζήτηση έχει φαλκιδευθεί από φοβικά και απλουστευτικά επιχειρήματα. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, υπέρμαχος εδώ και μια δεκαετία μιας συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, παραμένει ακόμη στην ίδια γραμμή. Μόλις τον Σεπτέμβριο, καλούσε σε συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ, που τότε βρίσκονταν σε νεκρό σημείο, και επιθυμούσε «την υπεράσπιση οποιασδήποτε κίνησης θα μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου αποτελεί μια τέτοια κίνηση».
Εν μέσω αυτής της αντιπαράθεσης, η θέση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) δεν είναι ούτε σαφής ούτε ευανάγνωστη. Η αντίθεση στην ΤΤΙΡ εξαπλώθηκε γρήγορα στη βάση του κόμματος και ορισμένα στελέχη άσκησαν κριτική στις συμφωνίες, όπως ο Χάικο Μάας, υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος αντιτίθεται στα ιδιωτικά διαιτητικά δικαστήρια. Στη συγκυρία αυτή, τα συνδικάτα παίζουν σημαντικό ρόλο, πολύ περισσότερο αφού διατηρούν προνομιακές σχέσεις με το SPD –οι περισσότεροι συνδικαλιστές δημόσιοι υπάλληλοι, μεταξύ τους και ο πρόεδρος του DGB Ράινερ Χόφμαν, είναι μέλη του κόμματος. Μολονότι το DGB και τα συνδικάτα που το απαρτίζουν υπενθυμίζουν τακτικά ότι δεν είναι κατ’ αρχή αντίθετα στο ελεύθερο εμπόριο, δήλωσαν ότι απορρίπτουν την ΤΤΙΡ και τη CETA στη σημερινή μορφή τους.
Ειρωνεία της τύχης, ο πρόεδρος του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ως υπουργός Οικονομίας του μεγάλου συνασπισμού, έχει την ευθύνη της εμπορικής πολιτικής της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη τις συζητήσεις στο εσωτερικό του κόμματος, το 2014 οι Γκάμπριελ και Χόφμαν επεξεργάστηκαν έγγραφο που απαριθμούσε τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ήταν έτοιμοι να δεχθούν τις συμφωνίες: όχι χαλάρωση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προδιαγραφών, όχι υποχρεωτικά μέτρα απορρύθμισης, σεβασμός των συμβάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, διατήρηση των γερμανικών κανόνων συνδιαχείρισης.
Οι πολέμιοι της ΤΤΙΡ φάνηκαν τότε να κερδίζουν τη μάχη. Όμως, οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν γρήγορα. Στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός το 2015, ο Γκάμπριελ τους χαρακτήρισε «υστερικούς». Ενώπιον ενός ακροατηρίου που περιελάμβανε προέδρους επιχειρήσεων και τον πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστήριξε με πάθος την ΤΤΙΡ, πριν προβεί στην εκτίμηση ότι γίνεται «υπερβολικά πολύς λόγος για κοτόπουλα με χλώριο [τα οποία η συμφωνία επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να εξάγουν] και όχι αρκετός λόγος για γεωπολιτικές επιπτώσεις». Ωστόσο, στις 28 Αυγούστου 2016 δήλωνε, προκαλώντας αίσθηση, ότι οι διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ είχαν «εκ των πραγμάτων αποτύχει, ακόμη κι αν κανείς δεν το παραδέχεται ανοιχτά». Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως πρωτοπόρο του δίκαιου εμπορίου, ο υπουργός Οικονομίας υιοθέτησε μια γραμμή αναδίπλωσης: εγκατάλειψη της ΤΤΙΡ που βρισκόταν σε τέλμα και ολοκλήρωση της εμπορικής συμφωνίας με τον Καναδά.
Από τότε, η ηγεσία του SPD έκανε τα πάντα για να εμποδίσει την απόρριψη της CETA στο εσωτερικό του κόμματος. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Γκάμπριελ, αποφασισμένος να επιφέρει τροποποιήσεις στο κείμενο που είχε ήδη γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, μετέβη στον Καναδά και απέσπασε από τη νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση του Τζάστιν Τριντό μια ιδιαίτερα συμβολική παραχώρηση: την αντικατάσταση των ιδιωτικών δικαστηρίων επίλυσης διαφορών από επιτροπή που θα αποτελείται από επαγγελματίες δικαστές και θα δίνει τη δυνατότητα άσκησης έφεσης –μια αλλαγή που δεν αναιρεί σε τίποτα τον μεροληπτικό χαρακτήρα του δικαστηρίου. «Η CETA έχει ως πρωταρχικό στόχο να καθιερώσει στη νομοθεσία των αναπτυγμένων χωρών μια διαδικασία προστασίας των επενδυτών. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με ευνοϊκή μεταχείριση της εργοδοσίας μέσω της εισαγωγής μιας απαράδεκτης ασυμμετρίας στο νομικό μας σύστημα», εκτιμά ο Γιούργκεν Μάγιερ, γενικός γραμματέας του Περιβαλλοντικού και Αναπτυξιακού Φόρουμ και φυσιογνωμία του κινήματος κατά των συμφωνιών.
Με την ευκαιρία, αρκετά σημεία τριβής έγιναν αντικείμενο καθησυχαστικών ανακοινώσεων: συμπληρωματικό πρωτόκολλο ενάντια στις εταιρείες-βιτρίνες με έδρα τρίτες χώρες, προστασία των δημόσιων υπηρεσιών των δήμων και εγγύηση των περιβαλλοντικών προδιαγραφών, χαλάρωση της «ρυθμιστικής συνεργασίας» (διαδικασίας που, στην αρχική μορφή της, υφάρπαζε αρμοδιότητες της νομοθετικής εξουσίας). Αλλά η χειροπιαστή αποτύπωση των εξαγγελιών καθυστερεί και οι πολέμιοι των συμφωνιών δεν διαπιστώνουν καμία συγκεκριμένη βελτίωση της συμφωνίας. «Δεν θα υπάρξει πραγματική πρόοδος παρά όταν ακυρώσουμε τη CETA και ξαναρχίσουμε τις διαπραγματεύσεις από το μηδέν», δήλωνε τον Σεπτέμβριο η ομοσπονδιακή γραμματέας των Πρασίνων Ζιμόνε Πέτερ.
Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής, η προεδρία και το πολιτικό γραφείο του SPD ενέκριναν τον συμβιβασμό με συντριπτική πλειοψηφία. Για να τον επιβάλλουν σε μια κομματική βάση που αντιδρούσε, συγκάλεσαν στις 19 Σεπτεμβρίου συνδιάσκεψη του κόμματος –το ανώτατο αποφασιστικό όργανο μεταξύ δύο συνεδρίων, το οποίο αποτελείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους με απόψεις που δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις των απλών μελών (3). Με την Καναδή υπουργό Εμπορίου να παρευρίσκεται στη συνδιάσκεψη για να καθησυχάσει τους αντιπροσώπους, τα δύο τρίτα του σώματος ενέκριναν το νέο κείμενο.
Παρέμβαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου
Η πολιτική συγκυρία μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη μεθόδευση έπαιξε τον ρόλο της. Έτσι, το SPD δεν έχει ακόμη επιλέξει υποψήφιο καγκελάριο για τις βουλευτικές εκλογές του 2017. Μια ήττα του Γκάμπριελ στο ζήτημα της CETA θα τραυμάτιζε σοβαρά την υποψηφιότητά του. Εξάλλου, πολλοί σοσιαλδημοκράτες φοβούνταν ότι η απόρριψη του κειμένου θα ενίσχυε τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, το «όχι» θα έκανε πιο εύθραυστο τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Η συζήτηση αυτή εκθέτει τις αντιφάσεις του SPD, το οποίο υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τους εργαζόμενους, αλλά υιοθετεί αποφάσεις που λειτουργούν ενάντια στα συμφέροντά τους. Έτσι κυριεύθηκε το παλαιότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του κόσμου από την αμφιβολία και βυθίστηκε σε κρίση ταυτότητας. Από την εποχή των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων, με καγκελάριο τον Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005), η εκλογική βάση του υφίσταται διάβρωση. Το κόμμα που είχε αποσπάσει ποσοστό 45%, με τον Βίλι Μπραντ το 1972, βλέπει πλέον να κυμαίνονται στο ήμισυ τα ποσοστά του στην πρόθεση ψήφου.
Ούτε με τις εχθρικές διαδηλώσεις ούτε με τη φιλική ώθηση του SPD δεν έχει κριθεί ακόμη η τύχη της ευρωκαναδικής συμφωνίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήλπιζε να την θέσει προσωρινά σε εφαρμογή μέχρι το τέλος του χρόνου, δηλαδή πριν από την επικύρωσή του από τα εθνικά Κοινοβούλια. Αλλά στις 11 Οκτωβρίου, μετά από συλλογική προσφυγή 190.000 πολιτών, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε. Μολονότι οι δικαστές της Καρλσρούης δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε ετυμηγορία για την ουσία της προσφυγής (κάτι που μπορεί να απαιτήσει ακόμη μερικούς μήνες), όρισαν διαδικασίες που θα μπορούσαν να περιορίσουν την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας.
Στην πραγματικότητα, η ετυμηγορία επαναβεβαιώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να περιοριστεί στην άσκηση των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της, δηλαδή κυρίως στην επιβολή δασμών. Η CETA συγκαταλέγεται στις λεγόμενες «μεικτές» συμφωνίες: ό,τι υπερβαίνει το δικαίωμα επιβολής δασμών, όπως η διάταξη για τα δικαστήρια επίλυσης διαφορών, για την προστασία της εργασίας ή για την πνευματική ιδιοκτησία, απαιτεί επικύρωση από τα εθνικά Κοινοβούλια. Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι ενδεχόμενη αρνητική ετυμηγορία για την ουσία της υπόθεσης θα καθιστούσε αδύνατη την επικύρωση της συμφωνίας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη και η προσωρινή εφαρμογή θα έπρεπε να ακυρωθεί!
Με τη συγκεκριμένη ετυμηγορία, το κίνημα κατά της συμφωνίας κέρδισε έναν γύρο. Όχι μόνο η Μπούντεσταγκ (ομοσπονδιακή βουλή) αλλά και η Μπούντεσρατ (βουλή των ομόσπονδων κρατιδίων) θα πρέπει να επικυρώσει τη συμφωνία. Όμως, μέλη των Πρασίνων και της Die Linke, που αντιτίθενται στη CETA, συμμετέχουν στις τοπικές κυβερνήσεις σε 11 από τα 16 ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια, τα οποία θεωρητικά θα απόσχουν. Το SPD και το CDU ελέγχουν μόνο 4 ομόσπονδα κρατίδια, στα οποία προστίθεται και η Βαυαρία, όπου κυριαρχεί η CSU. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ πιθανό η συμφωνία να μην περάσει τον σκόπελο.
- Βλ. τον διαδικτυακό μας φάκελο «Grand marché transatlantique», καθώς και το Pierre Kohler και Servaas Storm, «Rejet wallon du CETA, nouvel accroc pour le libre-échange», La valise diplomatique, 14 Οκτωβρίου 2016, www.monde-diplomatique.fr.
- Δημοσκοπήσεις της Emnid, μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες σφυγμομετρήσεων στη Γερμανία, θυγατρικής της Taylor Nelson Sofres (TNS).
- Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Αυστρίας (SPÖ), αδελφό κόμμα του SPD, οργάνωσε από την πλευρά του εσωτερική ψηφοφορία που δείχνει μαζική απόρριψη της συμφωνίας.
Του Peter Wahl, Πρόεδρος της οργάνωσης World Economy, Ecology & Development (WEED).
Αναδημοσίευση από την ελληνική έκδοση της Le Monde diplomatique
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου