Νοέμβριος 2016
Κατά τη διάρκεια της μακράς διαδικασίας
των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη συμφωνία και του νομικού ελέγχου της,
επισημάναμε επανειλημμένως τα σημαντικά προβλήματα του κειμένου της CETA. Εισηγηθήκαμε συγκεκριμένες τροποποιήσεις, οι
οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πιο δημοκρατική εμπορική πολιτική με
περισσότερη διαφάνεια και η οποία θα είχε ως γνώμονα την προστασία του
περιβάλλοντος και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Στο κείμενο της CETA, όμως, που υπογράφτηκε τον Οκτώβριο
του 2016 δεν λήφθηκαν υπόψη οι ανησυχίες που διατυπώσαμε. Για τον λόγο αυτό
δηλώνουμε ότι αντιτασσόμαστε σθεναρά στην επικύρωση της συμφωνίας.
Και στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού πολλοί αγρότες, συνδικαλιστικές οργανώσεις, φορείς της δημόσιας
υγείας, περιβαλλοντικές ομάδες και ομάδες προάσπισης των ψηφιακών δικαιωμάτων,
όπως και άλλες ΜΚΟ, αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν απορρίψει την εν
λόγω συμφωνία.
Θα θέλαμε να τονίσουμε κάποιες
από τις βασικές μας ανησυχίες σχετικά με το κείμενο της συμφωνίας που
υπογράφτηκε:
·
Η CETA θα εξουσιοδοτήσει χιλιάδες εταιρείες να ενάγουν τις κυβερνήσεις
για νόμιμα μέτρα χωρίς διακρίσεις που
προστατεύουν τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Το κείμενο της συμφωνίας και
οι συνοδευτικές δηλώσεις δεν περιέχουν καμία ρήτρα που να εμποδίζει τις
εταιρείες να ασκήσουν τα επενδυτικά δικαιώματα που παρέχει σ’ αυτούς η CETA για να εκφοβίσουν τους
ιθύνοντες και να τους εξαναγκάσουν να προβούν σε ρυθμιστικές αποφάσεις που δεν
θα εστιάζουν στο δημόσιο συμφέρον, όπως για παράδειγμα στην αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής. Η CETA, μάλιστα,
επιτρέπει στις εταιρείες να αξιώσουν «αποζημιώσεις» για μελλοντικά κέρδη που
δεν θα μπορέσουν να εισπράξουν επειδή κάποια τροποποίηση στις πολιτικές
επηρέασε την επένδυσή τους. Η CETA αντί να μεταρρυθμίσει «δραστικά» τον μηχανισμό επίλυσης
διαφορών επενδυτή-κράτους, ουσιαστικά τον διευρύνει και τον εδραιώνει.
·
Το
Δικαστικό Σύστημα Επενδύσεων (ICS) της CETA παρέχει
δικαιώματα στους επενδυτές που μπορούν να ασκήσουν κατά κόρον, αλλά δεν τους
αναθέτει αντίστοιχες υποχρεώσεις. Δεν επιτρέπει στους πολίτες, τις
κοινότητες ή τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να προβούν σε καταγγελίες όταν μια
εταιρεία παραβιάζει τους περιβαλλοντικούς, εργασιακούς, υγειονομικούς
κανονισμούς, τους κανόνες ασφαλείας κτλ. Ενδέχεται επίσης να μην είναι συμβατό
με τη νομοθεσία της ΕΕ, αφού δημιουργεί ένα παράλληλο νομικό σύστημα,
επιτρέποντας έτσι στους επενδυτές να παρακάμψουν τα υφιστάμενα δικαστήρια. Το ICS είναι ένα
σύστημα που κάνει διακρίσεις επειδή παραχωρεί δικαιώματα στους ξένους επενδυτές,
τα οποία δεν παρέχονται ούτε για τους πολίτες ούτε για τους εγχώριους
επενδυτές.
·
Οι όροι
της CETA που αφορούν τα εργασιακά δικαιώματα και τη
βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά μέσω της επιβολής κυρώσεων και είναι
συνεπώς σε σύγκρουση με τους όρους του εταιρικού δικαίου. Οι εν λόγω όροι είναι,
λοιπόν, απλές δηλώσεις χωρίς βάρος και δεν αντισταθμίζουν τους κινδύνους που
παρουσιάζουν άλλα κεφάλαια της συμφωνίας για τα δικαιώματα των εργαζομένων, την
προστασία του περιβάλλοντος και τα μέτρα για τον περιορισμό της κλιματικής
αλλαγής.
·
Η CETA περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κυβερνήσεις όσον αφορά τις
δυνατότητές τους να δημιουργήσουν δημόσιες υπηρεσίες, να τις διευρύνουν και να τις
ρυθμίσουν και να αντιστρέψουν αποτυχημένες φιλελευθεροποιήσεις και
ιδιωτικοποιήσεις. Η CETA αποτελεί την πρώτη συμφωνία της ΕΕ που
καθιστά τη φιλελευθεροποίηση των υπηρεσιών κανόνα και τους κανονισμούς που
αφορούν το δημόσιο συμφέρον εξαίρεση. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να οδηγήσει
σε προσκόμματα όσον αφορά την πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσίες υψηλής
ποιότητας, όπως το νερό, τα μέσα συγκοινωνίας, η πρόνοια, η υγειονομική
περίθαλψη και υπονομεύει τις προσπάθειες παροχής δημόσιων υπηρεσιών που
συμβαδίζουν με τους στόχους που τίθενται για το δημόσιο συμφέρον.
Μια
ανεξάρτητη μελέτη που εστίασε στις οικονομικές συνέπειες της CETA προβλέπει ότι τόσο στον Καναδά όσο και στην Ευρώπη θα οδηγήσει
σε απώλεια θέσεων εργασίας, θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη σε σχέση
με τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα υπήρχαν χωρίς τη συμφωνία, ενώ από τα σχετικά
χαμηλά έσοδα θα επωφεληθούν κυρίως οι κεφαλαιούχοι και όχι οι εργαζόμενοι.
Συνεπώς η εφαρμογή της CETA θα αυξήσει την ανισότητα.
·
Μέσω της περαιτέρω φιλελευθεροποίησης των
χρηματοοικονομικών αγορών και τον αυστηρό περιορισμό των μεταρρυθμίσεων που
αποσκοπούν στην εξάλειψη των βασικών παραγόντων που προκαλούν οικονομική
αστάθεια και διασφαλίζουν την καλύτερη προστασία των καταναλωτών αλλά και του
συνόλου της οικονομίας, η CETA καθιστά τον Καναδά και την ΕΕ πιο επιρρεπείς
στις οικονομικές κρίσεις.
·
Η CETA θα αυξήσει το κόστος των συνταγογραφούμενων
φαρμάκων στον Καναδά κατά τουλάχιστον 850 εκατομμύρια καναδικά δολάρια τον
χρόνο (583 εκατομμύρια Ευρώ). Επιπλέον, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στα
θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και το
δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων και θα περιορίσει τις εξουσίες του
Καναδά και της ΕΕ, αποτρέποντάς τους να καταργήσουν τα πλεονάζοντα δικαιώματα
πνευματικής ιδιοκτησίας που περιορίζουν την πρόσβαση στη γνώση και την
καινοτομία. Κάποια από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που περιέχει το
κείμενο της CETA προσομοιάζουν το κείμενο της Εμπορικής Συμφωνίας για την
Καταπολέμηση της Παραποίησης/Απομίμησης (ACTA), την οποία το Ευρωκοινοβούλιο απέρριψε το 2012.
·
Οι
κανόνες της CETA που αφορούν τη
ρυθμιστική συνεργασία και την εγχώρια ρύθμιση θα επιβαρύνουν περαιτέρω τους
νομοθέτες ενισχύοντας παράλληλα τον ρόλο των εκπροσώπων των επιχειρηματικών
συμφερόντων στη διαδικασία της χάραξης πολιτικής υπονομεύοντας δυνητικά την
χάραξη πολιτικής που είναι απαραίτητη για το δημόσιο συμφέρον.
·
Και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, η CETA θα εκθέσει τους αγρότες σε
ανταγωνιστική πίεση που θα υπονομεύσει τη διαβίωσή τους χωρίς να επιφέρει
ιδιαίτερα οφέλη στους καταναλωτές. Επιπλέον, θα αυξήσει τον έλεγχο των
εταιρειών στους σπόρους, θα αποτελέσει πρόσκομμα στις πολιτικές που προωθούν
την αγορά τοπικών προϊόντων και ενδέχεται να υποβαθμίσει τα υψηλά πρότυπα
επεξεργασίας και παραγωγής τροφίμων, υποσκάπτοντας τις προσπάθειες προώθησης
της βιώσιμης γεωργίας.
·
Τα μέτρα
προφύλαξης που προστατεύουν τους καταναλωτές, τη δημόσια υγεία και το
περιβάλλον αμφισβητούνται με τη CETA με το
πρόσχημα ότι είναι υπερβολικά επιβαρυντικά, δεν «τεκμηριώνονται επιστημονικά» ή
αποτελούν μεταμφιεσμένα εμπορικά κωλύματα. Ούτε το κείμενο της CETA ούτε οι συνοδευτικές δηλώσεις δεν
φροντίζουν να προστατεύσουν αποτελεσματικά τον ρόλο της αρχής της προφύλαξης
στην ευρωπαϊκή ρυθμιστική πολιτική, ενώ κάποιες ενότητες αναφέρονται σε
συγκρουόμενες αρχές.
Η CETA είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας απόλυτα
κρυφών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην προηγούμενη καναδική κυβέρνηση και την
προηγούμενη ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το τελικό κείμενο της CETA όπως και οι
συνοδευτικές δηλώσεις αγνοούν σχεδόν όλες τις εύλογες και πολύ εύστοχες τροποποιήσεις που πρότεινε η
κοινωνία των πολιτών για να επισημάνει τα ελαττώματα της συμφωνίας.
Η υφιστάμενη εκδοχή της CETA δεν
αποτελεί μια προοδευτική εμπορική συμφωνία. Θα ήταν λάθος μας να
εφαρμόσουμε αυτήν τη συμφωνία και να τη θέσουμε ως πρότυπο των μελλοντικών
συμφωνιών τη στιγμή που περιέχει τόσους προβληματικούς όρους. Η
CETA αποτελεί μια
οπισθοδρομική και πιο παρεμβατική εκδοχή της παλιάς ατζέντας ελεύθερου εμπορίου
, που εκπονήθηκε από και προς όφελος των μεγαλύτερων πολυεθνικών
του κόσμου. Απαιτείται μια ριζική μεταβολή προς μια συμμετοχική εμπορική
πολιτική με διαφάνεια, η οποία θα βασίζεται στις ανάγκες των πολιτών και του
πλανήτη. Η επικύρωση της
CETA
θα μας απομακρύνει πολύ από αυτήν την αναγκαία μεταβολή.
Καλούμε τις οργανώσεις, τα άτομα, τις συμμαχίες να συμμετάσχουν οργανώνοντας αυτόνομες, αποκεντρωμένες
δράσεις σε όλη την Ευρώπη την 21η Ιανουαρίου, ούτως ώστε το μήνυμα αυτό να
ακουστεί πριν την ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο. Αποσκοπούμε στην
πραγματοποίηση ποικίλων δράσεων και στην έκφραση αλληλεγγύης ανά τον κόσμο που
θα μας βοηθήσει να ενημερώσουμε, να κινητοποιήσουμε τους πολίτες σε τοπικό
επίπεδο για να εμπλακούν ενεργά.
Ευρωπαϊκή Αποκεντρωμένη Ημέρα Δράσης κατά της CETA – 21 Ιανουαρίου 2017