Μια ιστορία όπως η παραπάνω θα μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα της, υπό διαπραγμάτευση, συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών με τίτλο “Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων” (Transatlantic Trade and Investment Partnership, στο εξής TTIP) ή αλλιώς “Διατλαντική Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου” (Transatlantic Free Trade Area, στο εξής TAFTA)(2).
H TTIP/TAFTA είναι μια συνθήκη ελευθέρων συναλλαγών και επενδύσεων μεταξύ των δύο ανταγωνιζομένων εμπορικών εταίρων(3). Όπως ανέφερε ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. Ignacio Garcia-Bercero εξερχόμενος από τις συνομιλίες του πρώτου γύρου των διαβουλεύσεων για την TTIP: “Έχουμε ήδη αγωνιστεί για πολλούς μήνες για να προετοιμάσουμε το έδαφος για μια φιλόδοξη συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων που θα ενισχύσει τη διατλαντική οικονομία, την δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την ανάπτυξη, τόσο για την ΕΕ όσο και τις ΗΠΑ”(4). Στον αντίποδα της συμφωνίας επίσημες φωνές -από την ακαδημαϊκή κοινότητα έως οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές- αμφισβητούν σημεία της συνθήκης, σημειώνοντας ότι σε καμία χώρα όπου υπογράφηκαν τέτοιου είδους συμφωνίες δεν ακολούθησε αύξηση των επενδύσεων, ενώ παράλληλα υπονομεύθηκαν οι βασικές αρχές της δημοκρατίας(5).
Στην προσπάθεια να καταλάβουμε το αμάλγαμα της ΤΤΙΡ αξίζει πρώτα να καταγράψουμε κάθε μικρό κομμάτι του μωσαϊκού ώστε το παζλ να ολοκληρωθεί και να γίνει κατανοητό. Ακόμα περισσότερο να καταγράψουμε το πιο δύσκολο τεστ για κάθε οικονομική θεωρία, πώς δηλαδή αντιμετώπισε τις διάφορες κρίσεις και προκλήσεις σε διάφορες ιστορικές φάσεις. Γιατί μπορεί για κάποιους η ιστορία να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια συσσώρευση εναλλαγών και τροποποιήσεων, ωστόσο ερμηνεύοντας το παρελθόν και άρα ξαναδιαβάζοντας το μπορούμε να παρατηρήσουμε τη λεπτότητα του άμεσου παρόντος και την πλαστικότητα των δικών μας αντιλήψεων, καθώς το ζητούμενο είναι η διερεύνηση συνολικών καταστάσεων, και των μηχανισμών που τις χαρακτηρίζουν.
Οι συμφωνίες του ΠΟΕ και οι μυστικές διαπραγματεύσεις ΕΕ-ΗΠΑ
Η ιστορία αρχίζει να ξεδιπλώνεται το 1994 με τη συμφωνία “Σχετικά με τις Εμπορικές Πτυχές των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας” (Trade Related Aspects of Intellectual Property Rights στο εξής “TRIPS”), όταν ο νεοσύστατος “Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου” (World Trade Organization, WTO στο εξής, ΠΟΕ) προχωρά στην σύναψη της περίφημης συμφωνίας TRIPS η οποία προσδιορίζει τους εμπορικούς κανόνες ως προς τα “δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας” (Intellectual Property IP), μεταξύ των χωρών-μελών, τις λεγόμενες πατέντες (6).
Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας κάθε κράτος-μέλος του ΠΟΕ είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίζει την πατέντα ή αλλιώς τις “πνευματικές ιδιοκτησίες” πάνω σε οποιοδήποτε αγαθό, ακόμα και στα άυλα όπως είναι οι πνευματικές δημιουργίες. Μια από τις πρώτες αντιδράσεις για την TRIPS ήρθε από τις αναπτυσσόμενες χώρες το 2001 ενάντια στην Διακήρυξη της Ντόχα, σχετικά με την πατέντα πάνω στα φάρμακα, με την οποία κάθε εταιρεία φαρμάκων εξασφαλίζει το δικαίωμα αποκλειστικής πώλησης του προϊόντος της στην αγορά για 20 χρόνια (7). Έτσι λοιπόν, με τη ρήτρα της πατέντας, η εκάστοτε εταιρεία έχει το ελεύθερο να ορίζει -για παράδειγμα- την τιμή του φαρμάκου της χωρίς ανταγωνισμό ή κάποιον άλλο περιορισμό, ενώ δεν δίνεται για κάποια χρόνια η δυνατότητα παραγωγής των φθηνότερων γενόσημων φαρμάκων (8). Κι ενώ η συμφωνία πρεσβεύει ότι η επιβολή των πνευματικών δικαιωμάτων θα έχει στόχο την προώθηση της τεχνολογικής καινοτομίας, προς αμοιβαίο όφελος παραγωγών και χρηστών της τεχνολογικής γνώσης, αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι η δημιουργία μονοπωλίων με στόχο την προστασία συμφερόντων.
Σε παράλληλους χρόνους με την TRIPS και υπό πλήρη μυστικοπάθεια, το 1995 ιδρύθηκε ο Διατλαντικός Οικονομικός Διάλογος (Transatlantic Business Dialogue, στο εξής TABD) από τις ισχυρότερες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες εταιρίες, με σκοπό την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου (9). Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το 2007, δημιουργείται το Διατλαντικό Οικονομικό Συμβούλιο (Transatlantic Business Council, στο εξής TABC) ενισχύοντας την άρση των ρυθμίσεων που επηρεάζουν τις υπερεθνικές επιχειρήσεις (10). Το 2011 και μετά από πιέσεις, η ΕΕ και οι ΗΠΑ συντάσσουν ομάδα διαβούλευσης των παραπάνω εργασιών και μετά από αρκετές συναντήσεις, τον Απρίλιο του 2012, ο TABD από κοινού με την Επιχειρηματική Στρογγυλή Τράπεζα των ΗΠΑ και τη Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων απαίτησαν μια φιλόδοξη εμπορική και επενδυτική συνεργασία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ (11).
Η παρουσίαση της “TTIP”
Οι ανωτέρω συμφωνίες αποτελούν το υπόβαθρο της TTIP, έχοντας ως βασικό πεδίο αναλύσεων τις αρχές που συμπεριλαμβάνονται στη Διακήρυξη της Ντόχα (12). Εκείνο που καθορίζει την TTIP και αποτελεί τον κύριο στόχο της είναι οι ελεύθερες συναλλαγές και επενδύσεις μεταξύ των ΕΕ και ΗΠΑ, βάζοντας, όπως σημειώνει και ο John Hillary, ο γενικός διευθυντής της ιστοσελίδας War on Want, ως “πρωταρχικό στόχο την άρση των ρυθμιστικών «φραγμών» που περιορίζουν τα δυνητικά κέρδη των υπερεθνικών επιχειρήσεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού”, δημιουργώντας τη βάση για μια ενιαία αγορά (13).
Η επιβολή της ΤΤΙΡ θα επηρεάσει άμεσα ένα μεγάλο σύνολο της κοινωνικής κι οικονομικής ζωής των χωρών που εμπλέκονται κι όχι μόνο. Ασφάλεια τροφίμων (απελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, φυτοφαρμάκων, βοδινού κρέατος με ορμόνες και αυξητικές ουσίες), απορρύθμιση στον τομέα του περιβάλλοντος (επιβάρυνση του περιβάλλοντος, κατάργηση κανονισμών νομοθεσίας ΕΕ), ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση δημόσιου τομέα, άρση κανόνων προστασίας προσωπικών δεδομένων και κατάργηση δικαιοδοσίας τοπικών ή εθνικών δικαστηρίων.
ACTA και οι πρακτικές του διαδικτύου
Προτού όμως περάσουμε στην πλήρη παρουσίαση της TTIP αξίζει να σταθούμε λίγο στις πρώτες ημέρες των διαπραγματεύσεων και να παρατηρήσουμε τις αντιθέσεις στην πολιτική σκακιέρα, την μυστικότητα και την κατασκευασμένη πολυπλοκότητα της. Μετά την επίσημη έναρξη των διαπραγματεύσεων, την 11η Φεβρουαρίου του 2013, όπως ανακοινώθηκε στο ετήσιο διάγγελμά του προέδρου Barack Obama προς το Κογκρέσο (14) και μετά τον πρώτο γύρο διαπραγματεύσεων στις 12 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ένα έγγραφο με τον τίτλο “Πόσα κοινά έχει η ΤΤΙΡ με την ACTA;”, θέλοντας να υποστηρίξει ότι η συμφωνία πραγματοποιείται με πλήρη διαφάνεια και όχι με μια επιτηδευμένη μυστικοπάθεια (15). Το έγγραφο αυτό απαντά στο κατά πόσο η ΤΤΙΡ θα χρησιμοποιηθεί για να φέρει “από το παράθυρο” αμφιλεγόμενα σημεία της συμφωνίας ACTA και κατά πόσο οι νέες διατάξεις της θα περιορίζουν την ελευθερία στο διαδίκτυο (16). Στην απάντηση της η ΕΕ δήλωσε πως δεν έχει καμία πρόθεση να έρθει σε αντίθεση με τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο καταψήφισε με ευρεία πλειοψηφία την ACTA, αποκλείοντας κάθε περίπτωση αναβίωσης της. Σύμφωνα με την ΕΕ, η ΤΤΙΡ είναι μια πολύ ευρύτερη συμφωνία που θα καλύπτει πολλούς τομείς της οικονομίας, ενώ κατέστησε σαφές ότι τα πρότυπα της προστασίας του απορρήτου των δεδομένων δεν είναι προς συζήτηση στην παρούσα συμφωνία.
TTIP και προπαγάνδα
Στην προσπάθεια να ακολουθηθεί μια επιτηδευμένη πολιτική της λογικής “δεν επιβάλλω αλλά εξηγώ”, ΕΕ και ΗΠΑ δημιούργησαν μια ειδική ιστοσελίδα σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ, καθώς επίσης και μια αναλυτική σελίδα με Συχνές Ερωτήσεις (FAQ) σχετικά με τις διαπραγματεύσεις ΕΕ-ΗΠΑ. Επιπρόσθετα το Τμήμα Εμπορίου της Επιτροπής της ΕΕ, διαθέτει πλέον δύο ειδικούς λογαριασμούς Twitter, ένα γενικό λογαριασμό και ένα λογαριασμό ειδικά για τις διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ. Τον δεύτερο (@eu_ttip_team) διαχειρίζονται απευθείας οι διαπραγματευτές της Συμφωνίας, δίνοντας έτσι μια παρασκηνιακή ματιά στο πώς οι διαπραγματεύσεις προχωρούν.
Στον αντίποδα όμως της παραπάνω στρατηγικής και χρησιμοποιώντας και πάλι την πρακτική του διαδικτύου και συγκεκριμένα το twitter, βρίσκεται η ανακοίνωση της αμερικάνικης πρεσβείας του Βερολίνου που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2014. Η ανακοίνωση ανέφερε ότι ζητούσε επί πληρωμή πολίτες ή και οργανώσεις για να γράφουν post στο twitter υπέρ του TTIP/TAFTA. Με άλλα λόγια, “πληρωμένη προπαγάνδα” (17). Κι ενώ από τη μια πλευρά παρατηρείται ένα άνοιγμα της δημόσιας σφαίρας μέσω ενός συλλογικού διαλόγου, από την άλλη πλευρά του νομίσματος κάποιοι άλλοι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός μεταφορντικού μοντέλου.
ISDS ή αλλιώς ο μηχανισμός «επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους»
Επιστρέφοντας στην ανασκόπηση της TTIP έχει γίνει πλέον κατανοητό πως δεν πρόκειται για μια απλή παραδοσιακή εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ (18), αλλά επιδιώκεται, όπως άλλωστε έχουν δηλώσει και οι αξιωματούχοι των δύο πλευρών, μια ριζική αλλαγή όχι μόνο στον τρόπο που θα πραγματοποιείται το εμπόριο μεταξύ των δύο εταίρων αλλά και στην καθημερινότητα των πολιτών τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, στο όνομα μιας “ενιαίας αγοράς”, μέσα από το άνοιγμα των δημόσιων υπηρεσιών και των δημόσιων συμβάσεων, προβλέπεται η επιβολή των συμφερόντων ιδιωτικών εταιρειών πάνω στα κράτη-μέλη. Στην ίδια ράγα λογικής βρίσκεται και η Ελλάδα, αν θεωρήσουμε ότι θα αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της συμφωνίας, η οποία ακολουθεί το “σωστό δρόμο” της ΤΤΙΡ μέσω της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων παροχών, όπως η υγεία, η παιδεία και νερό, ενώ παράλληλα έχει ήδη υπογράψει 43 διμερείς συμφωνίες που περιέχουν τέτοιες ρήτρες (19). Όπως σημειώνει ο Karel de Gucht, επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ: “Η άρση των κανονιστικών φραγμών είναι πιο περίπλοκη από την άρση των παραδοσιακών εμπορικών φραγμών. Μπορεί να μην είναι εύκολο αλλά αξίζει τον κόπο” (20).
Η Δώρα Κοτσακά, διδάκτορας Πολιτικής Κοινωνιολογίας, με ειδικό ενδιαφέρον στην πολιτική συμπεριφορά και τα πολιτικά κόμματα δήλωσε πως “ο θεμελιώδης στόχος αυτής της συμφωνίας δεν είναι μόνο αυτή η “άρση των κανονιστικών φραγμών’, δηλαδή η υποβάθμιση βασικών κοινωνικών προτύπων και περιβαλλοντικών κανόνων όπως είναι τα εργασιακά δικαιώματα, οι κανόνες για την ασφάλεια των τροφίμων, οι κανονισμοί για τη χρήση των τοξικών χημικών ουσιών κ.α., αλλά και η επαναθέσμιση του κοινωνικού χώρου προς όφελος του κεφαλαίου, δηλαδή η δημιουργία των κατάλληλων θεσμών που θα εξασφαλίζουν την ασυδοσία της αγοράς”.
Η ΕΕ από την άλλη, θέλοντας να διαψεύσει απόψεις όπως η παραπάνω, δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο του 2013 ένα έγγραφο το οποίο αναφέρεται στην διαφάνεια των συνθηκών των διαπραγματεύσεων, καθώς και στην μη απειλή -σε τομείς όπως η υγεία και το περιβάλλον- που θα φέρει η συμφωνία (21). Παρόλα αυτά, απαγορεύεται η πρόσβαση στα έγγραφα που σχετίζονται με τη συμφωνία από οποιονδήποτε πολίτη, ενώ αυτά θα παραμείνουν απόρρητα για χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει έως και τα τριάντα χρόνια. Την ίδια στιγμή, ούτε οι αξιωματούχοι κρατών-μελών της ΕΕ δεν διαθέτουν πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, παρά μόνο σε καθορισμένα αναγνωστήρια από όπου τα έγγραφα απαγορεύεται να απομακρυνθούν ή να αντιγραφούν. Ο πρόσφατα αποσυρθείς Αμερικανός Υπουργός εμπορίου Ron Kirk αιτιολόγησε την πρακτική λέγοντας πως “υπάρχει ένας πρακτικός λόγος [για τον οποίο] πρέπει να διατηρήσουμε κάποιο μέτρο εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας” (22).
Σύμφωνα με τον Glyn Moody, συγγραφέα άρθρων σε θέματα τεχνολογίας, στην ερώτηση μας “ποιο είναι το σημείο “κλειδί” στην υπόθεση ΤΤΙΡ” η απάντηση του ήταν σαφής: “Το πιο μετεωρίζον σημείο της συμφωνίας είναι “ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους (Investor-State Dispute Settlement, στο εξής ISDS), καθώς η ενσωμάτωσή του μηχανισμού (στην TTIP) θα παρέχει στους ξένους επενδυτές δικαιώματα πέρα και πάνω από ότι απολαμβάνουν οι πολίτες και οι εγχώριες εταιρείες μιας χώρας. Ο μηχανισμός ISDS θα παρέχει την δυνατότητα σε εταιρείες και επενδυτές να παραβλέπουν τα εθνικά-νομικά συστήματα του εκάστοτε κράτους και να ανατρέπουν την βάση των δημοκρατικών θεσμών, όπως είναι τα τοπικά δικαστήρια. Μια βασική λεπτομέρεια όμως της ΤΙΙΡ είναι ότι δε θα μπορέσει να εφαρμοστεί εάν έστω και ένα από τα εμπλεκόμενα κράτη δε συμφωνήσει στην υπογραφή της”.
Η δημοσιογράφος της Die Tagezseitung, Urlike Herrmann, στην ομιλία της, μετά από πρόσκληση του ιδρύματος “Ρόζα Λούξεμπουργκ” και του Ινστιτούτου “Νίκος Πουλαντζάς”, εξήγησε ότι η ενσωμάτωση της ISDS στην TTIP “θα προβλέπει ότι οποιαδήποτε νέα νομοθεσία, πριν φτάσει στο εθνικό κοινοβούλιο, θα πρέπει να εξετάζεται με κριτήριο τη συμβατότητά της με την TTIP. Αυτό σημαίνει ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θα μπορούν να κινηθούν εναντίον κυβερνήσεων για ζημίες τις οποίες υπέστησαν ή ακόμα και για ζημιές που μπορεί να υποστούν μελλοντικά, εάν οι νομοθεσίες είναι αντίθετες με την TTIP. Κι όλα αυτά θα εκδικάζονται όχι στο τοπικό δικαστήριο της κάθε χώρας αλλά σε ένα υπερεθνικό δικαστήριο, το οποίο με την σειρά του μπορεί να επιβάλει απεριόριστα πρόστιμα σε ολόκληρα έθνη” (23).
Στο ίδιο μήκος κύματος η διευθύντρια Debbie Barker του διεθνούς προγράμματος στο Center for Food Safety, Ουάσινγκτον των ΗΠΑ , αναφέρει πως “είναι πραξικοπηματικό, με μια συμφωνία που κανείς δεν ξέρει το περιεχόμενό της, να μπορεί μια εταιρία να προσβάλει ένα κυρίαρχο κράτος”. Η ίδια πιστεύει ότι η TTIP ακόμη και αν δεν επικυρωθεί τελικά θα αποτελέσει ένα σχέδιο για συνθήκες του μέλλοντος (24).
ISDS: Από την θεωρία στην πράξη
Δύο υποδειγματικές υποθέσεις της επίλυσης διαφορών Επενδυτή-με-Κράτος στις οποίες υπονομεύθηκαν οι δημόσιες επιλογές, είναι η αγωγή της σουηδικής εταιρείας ενέργειας Vattenfall κατά της γερμανικής κυβέρνησης για 3,7€ δισ., λόγω της απόφασης της χώρας να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια μετά το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα (25). Δεύτερη είναι η υπόθεση της Philip Morris ενάντια στην νομοθεσία για την συσκευασία στα τσιγάρα της Αυστραλίας, βάσει της οποίας όλα τα πακέτα τσιγάρων πρέπει έχουν κοινή εμφάνιση. Η καπνοβιομηχανία επιδίωξε αποζημίωση ωστόσο από το 2011 ακόμα δεν έχει εκδικαστεί κάποια απόφαση (26).
Για να καταλάβουμε την περίπτωση της ISDS στην ΤΤΙΡ αρκεί απλά να κοιτάξουμε τη συμφωνία της NAFTA και την οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση που έχει προκαλέσει στις χώρες που εμπλέκονται σε αυτήν (27). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Εκουαδόρ, το οποίο έχει ενταχθεί στη Συμφωνία NAFTA, συμπεριλαμβανομένης και της ISDS, όπου το δικαστήριο της ISDS εκδίκασε την μεγαλύτερη αποζημίωση που έχει οριστεί από δικαστήριο, 2.4$ δισ. για την υπόθεση Occidental Petroleum (28).
Τι συμβαίνει σήμερα
Μετά την ολοκλήρωση του 5ου γύρου των διαβουλεύσεων στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουλίου 2014, σχετικά με την TTIP και θέτοντας ως άτυπη λήξη αυτών τα τέλη του 2015, ακριβώς πριν την έναρξη της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, οι διαπραγματευτές της συμφωνίας συνεχίζουν να χρησιμοποιούν παραπλανητικά στοιχεία από την έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων (Centre for Economic Policy Research, στο εξής CEPR). Οι εμπνευστές της υποστηρίζουν ότι η οικονομία της ΕΕ θα μπορέσει να ωφεληθεί 119€ δισεκατομμύρια το χρόνο και η οικονομία των ΗΠΑ θα μπορούσε να κερδίσει επιπλέον 95$ δισεκατομμύρια το χρόνο -υπολογίζοντας κέρδος 545€ για κάθε οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (29). Ωστόσο η μελέτη του CEPR αποκαλύπτει ότι τα οφέλη αυτά θα γίνουν αισθητά μετά το 2027 και μόνον εφόσον επιτευχθεί μια ολοκληρωμένη συμφωνία. Οικονομολόγοι ωστόσο εκτιμούν ότι ακόμα και το πιο ευνοϊκό σενάριο μπορεί οδηγήσει σε οριακή αύξηση μόλις 0,05% του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι οι συνθήκες της συμφωνίας μη αναστρέψιμες;
Όπως αναφέρει ο Glyn Moody “Η μορφή που είναι γραμμένη η ΤΤΙΡ (βλέπε και TISA) οδηγεί προς μια κατεύθυνση και δε θα είναι αναστρέψιμη αν πραγματοποιηθεί. Αν περάσει η συμφωνία θα είναι αδύνατο τα δεδομένα να αλλάξουν και οι υποστηρικτές θα επικαλεστούν την δεσμευτικότητα των διεθνών τους υποχρεώσεων. Έτσι λοιπόν, αντί να σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε αν περάσει η συμφωνία, καλύτερα είναι να δράσουμε προτού να είναι αργά”.
Πηγές: